Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΕΙΘΟΥΣ

ΕΠΙΘΕΤΑ
αβάσιμος-η- ο =αυτός που δε στηρίζεται σε αποδείξεις ΑΝΤΩΝΥΜΟ βάσιμος
αβασάνιστος-η –ο= αυτός που γίνεται χωρίς έλεγχο, επιπόλαια (π.χ. αβασάνιστο συμπέρασμα)  ΕΠΙΡΡΗΜΑ αβασάνιστα
αδιαμφισβήτητος-η-ο = αυτός που δεν αμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, βέβαιος ΕΠΙΡΡΗΜΑ αδιαμφισβήτητα
αδιαφιλονίκητος-η-ο = αδιαμφισβήτητος, αυτός που δεν υπόκειται σε διεκδικήσεις
αδιασάφητος-η-ο και αδιασαφήνιστος και αδιασάφιστος = αυτός που δεν έχει διασαφηθεί ΣΥΝΩΝΥΜΑ αδιευκρίνιστος
αδιαπραγμάτευτος-η- ο= αυτός ο οποίος δε μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης
αδιάψευστος-η-ο = αυτός που δε μπορεί να διαψευστεί
αδιάσειστος-η-ο = ακλόνητος, αυτός που δεν αφήνει περιθώρια σμφισβήτησης
αδύναμος-η-ο = αυτός που δεν τεκμηριώνεται
αδύνατος-η-ο = ο ανέφικτος
αθεμελίωτος-η- ο=
αιτιώδης- ες και αιτιακός= αυτός που περιέχει 
ακατάληπτος-η- ο= αυτός που δε μπορεί να τον καταλάβει κανείς ΣΥΝΩΝΥΜΑ δυσνόητος, ακαταλαβίστικος
ακράδαντος-η- ο= αυτός που δε μπορεί να κλονιστεί (π.χ.ακράδαντη πεποίθηση) ΣΥΝΩΝΥΜΑ ακλόνητος, αδιαμφισβήτητος ΑΝΤΩΝΥΜΑ αμφίβολος
ακρογωνιαίος-α-0= (μτφ) το βασικότερο στοιχείο
ακώλυτος-η-ο = αυτός που δεν εμποδίζεται από κανέναν ΣΥΝΩΝΥΜΑ ανεμπόδιστος
αναντίλεκτος-η-0= ο αναμφισβήτητος
ανέφικτος-η-ο = αυτός που δε μπορεί να πραγματοποιηθεί
ανεδαφικός-η-ο= αυτός που δε στηρίζεται σε λογική βάση και δε μπορεί να πραγματοποιηθεί ΣΥΝΩΝΥΜΑ αβάσιμος, ανέφικτος
αντιφατικός-η- ο= αυτός που περιέχει αντιφάσεις, δηλ. όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία ισχύουν ταυτόχρονα ,αλλά και το ένα αποκλείει λογικά την ισχύ του άλλου (π.χ. Δημοκρατία- Ρατσισμός)
απότοκος =το λογικό επακόλουθο συγκεκριμένης κατάστασης :π.χ. η διαφθορά είναι απότοκος της κρίσης αξιών ΣΥΝΩΝΥΜΑ επακλουθος
ατράνταχτος-η-ο = 1.αυτός που δε μπορεί να κλονιστεί, ο στέρεος 2. (μτφ.) ο αναμφισβήτητος
αυτόδηλος-ο (αυτός+ δήλος)= αυτός που φανερώνεται από τον ίδιο του τον εαυτό, ο αυτονόητος
δόλιος-α-ο= αυτός που χρησιμοποιεί ή περιέχει δόλο ΣΥΝΩΝΥΜΑ δολερός, ύπουλος ΑΝΤΩΝΥΜΑ άδολος
ευλογοφανής-ες = αυτός που φαίνεται λογικός, ο πιθανός ( π.χ. ευλογοφανής αιτία/ δικαιολογία κλπ.)
ευαπόδεικτος-η-ο= αυτός που αποδεικνύεται εύκολα ΣΥΝΩΝΥΜΑ απτός, χειροπιαστός
επαρκής-ες= αυτός που διαθέτει την αναγκαία δυνατότητα /ποσότητα/ περιεχόμενο για κάτι
κακόπιστος –η-ο = αυτός που είναι αρνητικά διατεθειμένος (π.χ. κακόπιστη κριτική )
λογικοφανής-ες= αυτός που φαίνεται ή παρουσιάζεται ως λογικός
παραπλανητικός-η- ο= αυτός που κάνει κάποιον να οδηγηθεί σε εσφαλμένο συμπέρασμα ώστε να ευνοηθεί ο ίδιος ΣΥΝΩΝΥΜΑ παραπειστικός
σαθρός-η- ο= (μτφ.)αυτός που δεν έχει στέρεη βάση (π.χ. σαθρό επιχείρημα/ λόγος )
σοφιστικός-η-ο = αυτός που θέλει να πείσει με λογικοφανή συμπεράσματα χρησιμοποιώντας ένα εσφαλμένο συλλογισμό
στρεψόδικος-η-ο = αυτός που χρησιμοποιεί επιχειρήματα που στοχεύουν στη διαστροφή της αλήθειας στρεψοδικία (ουσιαστικό)= 1.η χρήση σοφιστικών ή κακόπιστων επιχειρημάτων σε δίκη με στόχο την παραπλάνηση του δικαστηρίου 2. κάθε επιχείρημα που στοχεύει στη διαστροφή της αλήθειας
ορθολογιστικός-η-ο= αυτός του οποίου η κρίση ή η σκέψη συμφωνεί με τους κανόνες της λογικής
ορθολογικός-η-ο = αυτός που συμφωνεί με τον ορθό λόγο, ο λογικός
ραδιούργος-α-ο= αυτός που ενεργεί με δόλιο και συνωμοτικό τρόπο με σκοπό να βλάψει κάποιον ΣΥΝΩΝΥΜΑ δολοπλόκος, μηχανορράφος

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
 αντίκρουση= η απόδειξη με επιχείρημα ότι κάτι δεν ισχύει
η απόκρουση= η αναίρεση ενός επιχειρήματος
η αναίρεση= ανασκευή, αντίκρουση επιχειρήματος
το δέλεαρ= ελκυστική προσφορά για την προσέλκυση κάποιου
η διαφώτιση= το να ενημερώνω σωστά ή γενικότερα να παρέχω παιδεία/ ρ. διαφωτίζω/επιρρ. διαφωτιστικός (π.χ. διαφωτιστική πληροφορία)
ο δόλος= η βούληση κάποιου να προκαλέσει παράνομο αποτέλεσμα ή η γνώση του ότι οι πράξεις του ενδέχεται να επιφέρουν παράνομο αποτέλεσμα
ο εμπαιγμός= η επίδειξη φαινομενικού ενδιαφέροντος για την υπόθεση κάποιου ΣΥΝΩΝΥΜΑ εξαπάτηση
η ευθυκρισία= ο σωστός τρόπος σκέψης, η ορθή κρίση ΑΝΤΩΝΥΜΑ ακρισία
το επιμύθιο= ο επίλογος ή το συμπέρασμα ( το δίδαγμα στο οποίο καταλήγει ένας μύθος )
η γυμνότητα= το να μην καλύπτεται κάποιος από κάτι
η κατάρριψη= η ανατροπή μιας θέσης ή άποψης με λογικά επιχειρήματα ΣΥΝΩΝΥΜΑ ανασκευή , αναίρεση , ανατροπή
ο πειθαναγκασμός= το να εξαναγκάζω κάποιον να πεισθεί χρησιμοποιώντας ψυχολογική βία
η προσέγγιση= η εξέταση , η αντιμετώπιση (π.χ. η προσέγγιση του ζητήματος)
η προσέλκυση= το να έλκω προς την πλευρά μου, να φέρνω προς το μέρος μου
ο προσεταιρισμός <ρ. προσεταιρίζομαι <προς +εταίρος = το να παίρνω κάποιον με το μέρος μου
ο προσηλυτισμός= 1. το να μεταβάλλω τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή το θρήσκευμα κάποιου με αθέμιτα μέσα 2. Γενικότερα.το να πείθω κάποιον κυρίως με προπαγανδιστική τακτική να ακολουθήσει δικές μου φιλοσοφίες, πολιτικές κλπ. ιδέες
ο προσκείμενος= αυτός που είναι ευμενώς διατεθειμένος απέναντι σε κάτι/ κάποιοιν και το(ν) υποστηρίζει/ ρ. πρόσκειμαι=διάκειμαι ευμενώς απέναντι σε κάποιον /κάτι
η προπαγάνδα= η συστηματική προσπάθεια να πεισθεί κάποιος, συνήθως η κοινή γνώμη, για κάτι (κρατική/κομματική προπαγάνδα, μηχανισμός προπαγάνδας)
η προβολή= η παρουσίαση
η σοφιστεία= το σόφισμα
το σόφισμα= σκοπίμως εσφαλμένος συλλογισμός που επιδιώκει να πείσει με λογικοφανή συμπεράσματα
στρεψοδικία (ουσιαστικό)= 1.η χρήση σοφιστικών ή κακόπιστων επιχειρημάτων σε δίκη με στόχο την παραπλάνηση του δικαστηρίου 2. κάθε επιχείρημα που στοχεύει στη διαστροφή της αλήθειας
η συμπαιγνία= το συνωμοτικό σχέδιο κάποιου για την εξαπάτηση, την παγίδευση άλλου
η σωρεία= πληθώρα, μεγάλη ποσότητα
η φενάκη= η απάτη , το ψέμα/ ρ. φενακίζω= εξαπατώ με παραπλανητικά μέσα
το φερέφωνο= πρόσωπο που εκφράζει όχι τις δικές του αλλά απόψεις άλλου

Ι.Ε.Π.: Οι νέοι φάκελοι υλικού για Αρχαία Ελληνικά, Λογοτεχνία και Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου

Ι.Ε.Π.: Οι νέοι φάκελοι υλικού για Αρχαία Ελληνικά, Λογοτεχνία και Νεοελληνική Γλώσσα Γ΄ Λυκείου